πανσές

πανσές
ο бот. анютины глазки

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "πανσές" в других словарях:

  • πανσές — (βιόλα η κηπαία). Καλλωπιστικό φυτό εξαιρετικά διαδεδομένο. Άγριος πρόγονος του π. είναι η βιόλα τρίχρους η αρουραία, που φυτρώνει μόνη της στην κεντρική Ευρώπη και στην Ασία και υπάγεται στην οικογένεια των βιολιδών (δικοτυλήδονα)· είναι πόα… …   Dictionary of Greek

  • πανσές — ο (λ. γαλλ.), λουλούδι που λέγεται και βιόλα και βιολέτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μόριτς, Ζίγκμοντ — (Zsigmond Moricz, Τισατσέτσε 1879 – Βουδαπέστη 1942). Ούγγρος συγγραφέας. Από οικογένεια χωρικών, σπούδασε θεολόγος, νομικός και τέλος έγινε συντάκτης εφημερίδας. Πρωτοεμφανίστηκε στο περιοδικό Nyugat με το διήγημα Εφτά δεκάρες (1909) και έγινε… …   Dictionary of Greek

  • ίο — το είδος λουλουδιού, μενεξές, πανσές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»